Ψάχνοντας στο ίντερνετ για θέματα με περιστέρια, βρήκα ένα ελληνικό
λαϊκό παραμύθι με τίτλο, «Το άγαλμα και το περιστέρι» κι ένα άρθρο με
τίτλο, «Τα περιστέρια λατρεύουν συγκεκριμένα αγάλματα», όπου δεν ξέρω αν
είναι η εξήγηση είναι αυτό που λέει, αλλά το άρθρο έχει γενικότερο
ενδιαφέρον για κάποιον που ίσως δεν ξέρει αυτά που λέει. Αν θέλετε
μπορείτε να το δείτε με κλικ ΕΔΩ. Και θα κλείσω το ποστ με το παραμύθι που βρήκα, όπως το «χτένισα» κάπως.
Σας φιλώ πολύ!
Το άγαλμα και το περιστέρι.
Ήταν, μια φορά κι έναν καιρό ένας ξυλοκόπος, που είχε μια καλή γυναίκα, που τον αγαπούσε πολύ κι όλο τον περιποιόταν, όλο τον χάδευε, κι όλο τον φρόντιζε. Εκείνος, όμως, που ήταν ψυχρός κι απόμακρος δεν τα συμπαθούσε όλα αυτά. Όμως, όσο πιο ψυχρός ήταν εκείνος, τόσο πιο τρυφερή ήταν η γυναίκα, και τον γέμιζε χάδια, αγκαλιές και φιλιά. Τα χρόνια περνούσαν και ο άνδρας παραπονιόταν διαρκώς για τις εκδηλώσεις αγάπης της γυναίκας του, αλλά εκείνη δεν παραπονέθηκε ποτέ. Δεν παραπονιόταν κι ας μην την είχε σφιχταγκαλιάσει, κι ας μην την είχε φιλήσει απαλά στο μέτωπο ούτε μια φορά στα 10 χρόνια γάμου τους. Αθόρυβη και πάντα γλυκιά έκανε αυτό που ένιωθε: τον αγαπούσε και τον φρόντιζε, περιμένοντας πως κάποια μέρα θα ανοίξει η καρδιά του και θα βγει από μέσα του τρυφεράδα. Εκείνος, όμως, γινόταν όλο και πιο αδιάφορος, όλο και πιο απόμακρος.
Μια μέρα, εκεί που έκοβε ξύλα στο δάσος χτυπάει ένα ξύλο δυνατά και τα πουλιά που ήταν στα γύρω δένδρα φοβήθηκαν από το θόρυβο και πετάξανε γρήγορα μακριά. Ο άντρας τότε συλλογίστηκε: «Τι ωραία που θα ήταν να είμαι κι εγώ πουλί. Να ανοίγω τα φτερά μου και να πετώ ελεύθερος· να είμαι μόνος μου κι ελεύθερος!». Η νεράιδα του δάσους άκουσε τις σκέψεις του και παραξενεύτηκε, αφού όλοι στο χωριό ξέρανε πως αυτός έχει την πιο όμορφη και πιο γλυκιά από όλες τις γυναίκες του χωριού. Όλοι το ξέρανε και μόνο αυτός δεν το ήξερε. Κι η νεράιδα εμφανίστηκε μπροστά του και τον ρώτησε: «Πουλί θα θελες να σαι;». «Ναι, πουλί, να πετάω ελεύθερος» απάντησε εκείνος. Και χωρίς καθυστέρηση η νεράιδα, τον μεταμόρφωσε σε ένα μεγάλο, όμορφο, άσπρο περιστέρι. Με μια κίνηση ο ξυλοκόπος άνοιξε τα φτερά του και πέταξε μακριά.
Το σκοτάδι έπεσε κι ο άνδρας δεν είχε ακόμα γυρίσει στο σπίτι. Η καημένη η γυναίκα του ανησυχούσε. Ήταν κρύο έξω και στο δάσος υπήρχαν θηρία. Το βράδυ πέρασε, βγήκε το φως, αυτή ύπνο δεν είχε. Έκλαιγε και φοβόταν μην έπαθε τίποτα ο άνδρας της. Το πρωί δεν φάνηκε, ούτε την επόμενη μέρα, ούτε την μεθεπόμενη. Οι χωρικοί βγήκαν να τον ψάξουν, αλλά μάταια. Είχε χαθεί και κανείς δεν ήξερε ούτε που είναι ούτε βέβαια ότι η νεράιδα τον είχε μεταμορφώσει. Εν τω μεταξύ, ο ξυλοκόπος, τριγυρνούσε ανέμελος εδώ κι εκεί και απολάμβανε τα μεγάλα και όμορφα φτερά του που του χάριζαν την ελευθερία του. Και οι μέρες κυλούσαν, οι εβδομάδες περνούσαν, οι μήνες έφευγαν… ο πόνος της γυναίκας μεγάλωνε, μεγάλωνε κι ο καημός της. Μια μέρα καθώς περνούσε από το δάσος συλλογίστηκε «τι ωραία που θα ήταν να είμαι πέτρα. Να μην νιώθω τον πόνο και να μην μαραζώνω από τη στενοχώρια». Η νεράιδα του δάσους άκουσε τις σκέψεις της και παραξενεύτηκε! Κανείς ποτέ δεν την είχε ακούσει να παραπονιέται για τίποτα. Κι η νεράιδα εμφανίστηκε μπροστά της και τη ρώτησε «πέτρα θα θελες να είσαι;». «Ναι, πέτρα, να μην νιώθω πια πόνο» απάντησε εκείνη. Και χωρίς καθυστέρηση η νεράιδα την πέτρωσε. Την πέτρωσε και την έκανε ένα άγαλμα όμορφο με λείο δέρμα και ένα χαμόγελο στα χείλη, να την βλέπουν οι περαστικοί να χαίρονται. Και έτσι, πέρασε ο καιρός, πέρασαν τα χρόνια… Κάποτε ο άντρας που είχε γίνει περιστέρι, αποκαμωμένος από τις βόλτες, κουρασμένος από τον ουρανό, επιθύμησε το σπιτάκι του, επιθύμησε ένα χάδι, ναι, ένα χάδι! Σκέφτηκε τις αγκαλιές και τα φιλιά της γυναίκας του, το σπιτάκι τους, το φαγάκι τους, κι άνοιξε τα φτερά του να γυρίσει πίσω. Μα όταν έφτασε στο σπίτι τους, τι να δει; Την γυναίκα του μαρμαρωμένη: άγαλμα! Πλησίασε, κάθισε στον ώμο της, ξαπόστασε, ανάσανε, θυμήθηκε και έκλαψε πικρά. Και τα δάκρυα καθώς έπεφταν στα μαγουλά του, έδιωχναν τα πούπουλα και έπαιρνε σάρκα ξανά. Κι άλλαξε το ράμφος κι έγινε στόμα. Και έφυγαν τα φτερά κι έγιναν χέρια κι αγκάλιασε τη γυναίκα του για πρώτη φορά. Και με την αγκαλιά ζεστάθηκε η πέτρα και το άγαλμα ξανάγινε άνθρωπος. Κι ο ξυλοκόπος πήρε τη γυναίκα του και πήγανε σπίτι. Κι από τότε την έχει πριγκίπισσα. Γιατί κατάλαβε, ο κουτός ο ξυλοκόπος πως η ξενιτιά και η μοναξιά είναι φυλακή και η αγάπη της γυναίκας του ήταν η ελευθερία του όλη. Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Σας φιλώ πολύ!
Το άγαλμα και το περιστέρι.
Ήταν, μια φορά κι έναν καιρό ένας ξυλοκόπος, που είχε μια καλή γυναίκα, που τον αγαπούσε πολύ κι όλο τον περιποιόταν, όλο τον χάδευε, κι όλο τον φρόντιζε. Εκείνος, όμως, που ήταν ψυχρός κι απόμακρος δεν τα συμπαθούσε όλα αυτά. Όμως, όσο πιο ψυχρός ήταν εκείνος, τόσο πιο τρυφερή ήταν η γυναίκα, και τον γέμιζε χάδια, αγκαλιές και φιλιά. Τα χρόνια περνούσαν και ο άνδρας παραπονιόταν διαρκώς για τις εκδηλώσεις αγάπης της γυναίκας του, αλλά εκείνη δεν παραπονέθηκε ποτέ. Δεν παραπονιόταν κι ας μην την είχε σφιχταγκαλιάσει, κι ας μην την είχε φιλήσει απαλά στο μέτωπο ούτε μια φορά στα 10 χρόνια γάμου τους. Αθόρυβη και πάντα γλυκιά έκανε αυτό που ένιωθε: τον αγαπούσε και τον φρόντιζε, περιμένοντας πως κάποια μέρα θα ανοίξει η καρδιά του και θα βγει από μέσα του τρυφεράδα. Εκείνος, όμως, γινόταν όλο και πιο αδιάφορος, όλο και πιο απόμακρος.
Μια μέρα, εκεί που έκοβε ξύλα στο δάσος χτυπάει ένα ξύλο δυνατά και τα πουλιά που ήταν στα γύρω δένδρα φοβήθηκαν από το θόρυβο και πετάξανε γρήγορα μακριά. Ο άντρας τότε συλλογίστηκε: «Τι ωραία που θα ήταν να είμαι κι εγώ πουλί. Να ανοίγω τα φτερά μου και να πετώ ελεύθερος· να είμαι μόνος μου κι ελεύθερος!». Η νεράιδα του δάσους άκουσε τις σκέψεις του και παραξενεύτηκε, αφού όλοι στο χωριό ξέρανε πως αυτός έχει την πιο όμορφη και πιο γλυκιά από όλες τις γυναίκες του χωριού. Όλοι το ξέρανε και μόνο αυτός δεν το ήξερε. Κι η νεράιδα εμφανίστηκε μπροστά του και τον ρώτησε: «Πουλί θα θελες να σαι;». «Ναι, πουλί, να πετάω ελεύθερος» απάντησε εκείνος. Και χωρίς καθυστέρηση η νεράιδα, τον μεταμόρφωσε σε ένα μεγάλο, όμορφο, άσπρο περιστέρι. Με μια κίνηση ο ξυλοκόπος άνοιξε τα φτερά του και πέταξε μακριά.
Το σκοτάδι έπεσε κι ο άνδρας δεν είχε ακόμα γυρίσει στο σπίτι. Η καημένη η γυναίκα του ανησυχούσε. Ήταν κρύο έξω και στο δάσος υπήρχαν θηρία. Το βράδυ πέρασε, βγήκε το φως, αυτή ύπνο δεν είχε. Έκλαιγε και φοβόταν μην έπαθε τίποτα ο άνδρας της. Το πρωί δεν φάνηκε, ούτε την επόμενη μέρα, ούτε την μεθεπόμενη. Οι χωρικοί βγήκαν να τον ψάξουν, αλλά μάταια. Είχε χαθεί και κανείς δεν ήξερε ούτε που είναι ούτε βέβαια ότι η νεράιδα τον είχε μεταμορφώσει. Εν τω μεταξύ, ο ξυλοκόπος, τριγυρνούσε ανέμελος εδώ κι εκεί και απολάμβανε τα μεγάλα και όμορφα φτερά του που του χάριζαν την ελευθερία του. Και οι μέρες κυλούσαν, οι εβδομάδες περνούσαν, οι μήνες έφευγαν… ο πόνος της γυναίκας μεγάλωνε, μεγάλωνε κι ο καημός της. Μια μέρα καθώς περνούσε από το δάσος συλλογίστηκε «τι ωραία που θα ήταν να είμαι πέτρα. Να μην νιώθω τον πόνο και να μην μαραζώνω από τη στενοχώρια». Η νεράιδα του δάσους άκουσε τις σκέψεις της και παραξενεύτηκε! Κανείς ποτέ δεν την είχε ακούσει να παραπονιέται για τίποτα. Κι η νεράιδα εμφανίστηκε μπροστά της και τη ρώτησε «πέτρα θα θελες να είσαι;». «Ναι, πέτρα, να μην νιώθω πια πόνο» απάντησε εκείνη. Και χωρίς καθυστέρηση η νεράιδα την πέτρωσε. Την πέτρωσε και την έκανε ένα άγαλμα όμορφο με λείο δέρμα και ένα χαμόγελο στα χείλη, να την βλέπουν οι περαστικοί να χαίρονται. Και έτσι, πέρασε ο καιρός, πέρασαν τα χρόνια… Κάποτε ο άντρας που είχε γίνει περιστέρι, αποκαμωμένος από τις βόλτες, κουρασμένος από τον ουρανό, επιθύμησε το σπιτάκι του, επιθύμησε ένα χάδι, ναι, ένα χάδι! Σκέφτηκε τις αγκαλιές και τα φιλιά της γυναίκας του, το σπιτάκι τους, το φαγάκι τους, κι άνοιξε τα φτερά του να γυρίσει πίσω. Μα όταν έφτασε στο σπίτι τους, τι να δει; Την γυναίκα του μαρμαρωμένη: άγαλμα! Πλησίασε, κάθισε στον ώμο της, ξαπόστασε, ανάσανε, θυμήθηκε και έκλαψε πικρά. Και τα δάκρυα καθώς έπεφταν στα μαγουλά του, έδιωχναν τα πούπουλα και έπαιρνε σάρκα ξανά. Κι άλλαξε το ράμφος κι έγινε στόμα. Και έφυγαν τα φτερά κι έγιναν χέρια κι αγκάλιασε τη γυναίκα του για πρώτη φορά. Και με την αγκαλιά ζεστάθηκε η πέτρα και το άγαλμα ξανάγινε άνθρωπος. Κι ο ξυλοκόπος πήρε τη γυναίκα του και πήγανε σπίτι. Κι από τότε την έχει πριγκίπισσα. Γιατί κατάλαβε, ο κουτός ο ξυλοκόπος πως η ξενιτιά και η μοναξιά είναι φυλακή και η αγάπη της γυναίκας του ήταν η ελευθερία του όλη. Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.