Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

Το άγαλμα και το περιστέρι.

Ψάχνοντας στο ίντερνετ για θέματα με περιστέρια, βρήκα ένα ελληνικό λαϊκό παραμύθι με τίτλο, «Το άγαλμα και το περιστέρι»  κι ένα άρθρο με τίτλο, «Τα περιστέρια λατρεύουν συγκεκριμένα αγάλματα», όπου δεν ξέρω αν είναι η εξήγηση είναι αυτό που λέει, αλλά το άρθρο έχει γενικότερο ενδιαφέρον για κάποιον που ίσως δεν ξέρει αυτά που λέει. Αν θέλετε μπορείτε να το δείτε με κλικ  ΕΔΩ. Και θα κλείσω το ποστ  με το παραμύθι που βρήκα, όπως το «χτένισα» κάπως.
Σας φιλώ πολύ!


 Το άγαλμα και το περιστέρι. 

Ήταν, μια φορά κι έναν καιρό ένας ξυλοκόπος, που είχε μια καλή γυναίκα, που τον αγαπούσε πολύ κι όλο τον περιποιόταν, όλο τον χάδευε, κι όλο τον φρόντιζε. Εκείνος, όμως, που  ήταν ψυχρός κι απόμακρος δεν τα συμπαθούσε όλα αυτά. Όμως, όσο  πιο ψυχρός ήταν εκείνος, τόσο πιο τρυφερή ήταν η γυναίκα, και τον γέμιζε χάδια, αγκαλιές και φιλιά. Τα χρόνια περνούσαν και ο άνδρας παραπονιόταν διαρκώς για τις εκδηλώσεις αγάπης της γυναίκας του, αλλά εκείνη δεν παραπονέθηκε ποτέ. Δεν παραπονιόταν κι ας μην την είχε σφιχταγκαλιάσει, κι ας μην την είχε φιλήσει απαλά στο μέτωπο ούτε  μια φορά στα 10 χρόνια γάμου τους. Αθόρυβη και πάντα γλυκιά έκανε αυτό που ένιωθε: τον αγαπούσε και τον φρόντιζε, περιμένοντας πως κάποια μέρα θα ανοίξει η καρδιά του και θα βγει από μέσα του τρυφεράδα. Εκείνος, όμως, γινόταν όλο και πιο αδιάφορος, όλο και πιο απόμακρος.
Μια μέρα, εκεί που έκοβε ξύλα στο δάσος χτυπάει ένα ξύλο δυνατά και τα πουλιά που ήταν στα γύρω δένδρα φοβήθηκαν από το θόρυβο και πετάξανε γρήγορα μακριά. Ο άντρας τότε συλλογίστηκε: «Τι ωραία που θα ήταν να είμαι κι εγώ πουλί. Να ανοίγω τα φτερά μου και να πετώ ελεύθερος·  να είμαι μόνος μου κι ελεύθερος!». Η νεράιδα του δάσους  άκουσε τις σκέψεις του και παραξενεύτηκε, αφού όλοι στο χωριό ξέρανε πως αυτός έχει την πιο όμορφη και πιο γλυκιά από όλες τις γυναίκες του χωριού. Όλοι το ξέρανε και μόνο αυτός δεν το ήξερε. Κι η νεράιδα εμφανίστηκε μπροστά του και τον ρώτησε: «Πουλί θα θελες να σαι;».  «Ναι, πουλί, να πετάω ελεύθερος» απάντησε εκείνος. Και χωρίς καθυστέρηση η νεράιδα, τον μεταμόρφωσε σε ένα μεγάλο, όμορφο, άσπρο περιστέρι. Με μια κίνηση ο ξυλοκόπος άνοιξε τα φτερά του και πέταξε μακριά.

Το σκοτάδι έπεσε κι ο άνδρας δεν είχε ακόμα γυρίσει στο σπίτι. Η καημένη η γυναίκα του ανησυχούσε. Ήταν κρύο έξω και στο δάσος υπήρχαν θηρία. Το βράδυ πέρασε, βγήκε το φως, αυτή ύπνο δεν είχε. Έκλαιγε και φοβόταν μην έπαθε τίποτα ο άνδρας της. Το πρωί δεν φάνηκε, ούτε την επόμενη μέρα, ούτε την μεθεπόμενη. Οι χωρικοί βγήκαν να τον ψάξουν, αλλά μάταια. Είχε χαθεί και κανείς δεν ήξερε ούτε που είναι ούτε βέβαια ότι η νεράιδα τον είχε μεταμορφώσει. Εν τω μεταξύ,  ο ξυλοκόπος, τριγυρνούσε ανέμελος εδώ κι εκεί και απολάμβανε τα μεγάλα και όμορφα φτερά του που του χάριζαν την ελευθερία του. Και οι μέρες κυλούσαν, οι εβδομάδες περνούσαν, οι μήνες έφευγαν… ο πόνος της γυναίκας μεγάλωνε, μεγάλωνε κι ο καημός της. Μια μέρα καθώς περνούσε από το δάσος συλλογίστηκε «τι ωραία που θα ήταν να είμαι πέτρα. Να μην νιώθω τον πόνο και να μην μαραζώνω από τη στενοχώρια». Η νεράιδα του δάσους  άκουσε τις σκέψεις της και παραξενεύτηκε! Κανείς ποτέ δεν την είχε ακούσει να παραπονιέται για τίποτα. Κι η νεράιδα εμφανίστηκε μπροστά της και τη ρώτησε «πέτρα θα θελες να είσαι;». «Ναι, πέτρα, να μην νιώθω πια πόνο» απάντησε εκείνη. Και χωρίς καθυστέρηση η νεράιδα την πέτρωσε. Την πέτρωσε και την έκανε ένα άγαλμα όμορφο με λείο δέρμα και ένα χαμόγελο στα χείλη, να την βλέπουν οι περαστικοί να χαίρονται. Και έτσι, πέρασε ο καιρός, πέρασαν τα χρόνια… Κάποτε ο άντρας που είχε γίνει περιστέρι, αποκαμωμένος από τις βόλτες, κουρασμένος από τον ουρανό, επιθύμησε το σπιτάκι του, επιθύμησε ένα χάδι, ναι, ένα χάδι! Σκέφτηκε τις αγκαλιές και τα φιλιά της γυναίκας του, το σπιτάκι τους, το φαγάκι τους, κι άνοιξε τα φτερά του να γυρίσει πίσω. Μα όταν έφτασε στο σπίτι τους, τι να δει; Την γυναίκα του μαρμαρωμένη: άγαλμα! Πλησίασε, κάθισε στον ώμο της, ξαπόστασε, ανάσανε, θυμήθηκε και έκλαψε πικρά. Και τα δάκρυα καθώς έπεφταν στα μαγουλά του, έδιωχναν τα πούπουλα  και έπαιρνε σάρκα ξανά. Κι άλλαξε το ράμφος κι έγινε στόμα. Και έφυγαν τα φτερά κι έγιναν χέρια κι αγκάλιασε τη γυναίκα του για πρώτη φορά. Και με την αγκαλιά ζεστάθηκε η πέτρα και το άγαλμα ξανάγινε άνθρωπος.  Κι ο ξυλοκόπος πήρε τη γυναίκα του και πήγανε σπίτι. Κι από τότε την έχει πριγκίπισσα. Γιατί κατάλαβε, ο κουτός ο ξυλοκόπος πως η ξενιτιά και η μοναξιά είναι φυλακή και η αγάπη της γυναίκας του ήταν η ελευθερία του όλη. Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

ΔΩΣΕ ΟΝΟΜΑ ΕΣΥ Σ΄ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ.

Μια φορά και έναν καιρό σε ένα πολύ μακρινό και αόρατο από τα μάτια των ανθρώπων και των ξωτικών νησί στο μέσον του ηλιακού αρχιπελάγους υπήρχε μια πλούσια χώρα, ένα βασίλειο που το φώτιζε ο Ήλιος και που οι άνθρωποι του ζούσαν απλά σε μικρά χωριουδάκια στις ακτές, στους κάμπους και στα βουνά.
Οι άνθρωποι της χώρας που κανείς δεν ήξερε το όνομα της ζούσαν ευτυχισμένοι αφού ότι είχαν ανάγκη το έπαιρναν από την γη και την θάλασσα, ταξίδευαν στα χωριά και στα βουνά με ασφάλεια και οι πόρτες στα μικρά και ζεστά σπιτάκια τους δεν είχαν κλειδαριές, δεν κλείδωναν ποτέ.
Τότε ξαφνικά μια Πρωτομαγιά εμφανίστηκε ένας βοσκός από τα βουνά που η εμφάνισή του προκαλούσε θαυμασμό και δέος γιατί ήταν πολύ ψηλός και πολύ μεγάλων διαστάσεων, αλλά εκεί που νόμιζες ότι θα είχες να κάνεις με κάποιον άγριο και τραχύ βοσκό, μόλις έβλεπες τα όμορφα πράσινα μάτια του και άκουγες την γλυκιά του φωνή, αμέσως άφηνες την ψυχή σου να ταξιδέψει με τα γλυκά του λόγια που έβγαιναν πάντα από το στόμα του, κι έτσι αποφάσισαν όλοι και τον έκαναν βασιλιά τους.
Το όνομα του βοσκού –που έγινε βασιλιάς- ακόμα και σήμερα δεν το θυμάται κανείς, αφού όλοι στο βασίλειο τον φώναζαν Βασιλιά Γλυκό και μόνο η γυναίκα του η Βασίλισσα η νεράιδα Πηγή, η κυρά των πηγών του βασιλείου ήξερε το πραγματικό του όνομα. Αυτός λοιπόν ο βοσκός οργάνωσε το βασίλειο που ναι μεν ήταν πλούσιο και όμορφο αλλά με χωριά και ανθρώπους αποκομμένους μεταξύ τους.
Μέσα σε επτά μόλις χρόνια έφτιαξε δρόμους, σχολεία, μεγάλα και ζεστά κάστρα για τους αρρώστους και όσους είχαν ανάγκη και οργάνωσε μια χώρα όπου η αγάπη, η καλοσύνη και η συμπόνια βασίλευαν μαζί του.
Το βασίλειο δεν είχε στρατιώτες παρά μόνο πενήντα ιππότες που προστάτευαν τον βασιλιά, αλλά και τους κατοίκους, από τους λίγους, τους ελάχιστους κακούς ανθρώπους που η παρουσία τους γινόταν αμέσως αντιληπτή, αφού όλοι πίστευαν στο καλό και στο δίκαιο.
O Βασιλιάς Γλυκός τριγυρνούσε κάθε μέρα με την βασιλική του άμαξα και άκουγε τα προβλήματα των ανθρώπων. Ό,τι μπορούσε να λυθεί από ανθρώπινο χέρι έβρισκε την λύση του και μόνο η φύση με τις δικές της παραξενιές και την ιδιαιτερότητά της, ήταν έκανε όπως νόμιζε εκείνη ότι ήταν σωστό — σωστό και σοφό αφού για ό,τι έκανε, κάπως διαφορετικό, κάπως μοναδικό, εκείνη είχε πάντα τους λόγους της. Η Βασίλισσα Πηγή με την σοφία που της είχε δώσει η ίδια η φύση, το είχε εξηγήσει αυτό στον Βασιλιά, που αφού έκανε πάντα ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν,  αγνάντευε με χαμόγελο το βασίλειο του από το ψηλό του κάστρο, κρατώντας αγκαλιά την Πηγή και τον πεντάχρονο γιό του τον μικρό πρίγκιπα Ευγένιο.
Όμως μια όμορφη ηλιόλουστη μέρα όπως ήταν οι περισσότερες εκεί, έκανε μια τρομερή ανακάλυψη: το βασίλειό του δεν είχε κανένα όνομα και έμβλημα! Μα πως δεν το είχε σκεφτεί μέχρι τότε! Ακόμα και η σοφή Βασίλισσα δεν το είχε αναφέρει ποτέ! Πώς ήταν δυνατόν να υπάρχει βασίλειο δίχως έμβλημα και ακόμα περισσότερο βασίλειο δίχως όνομα! Τα χωριά είχαν ονόματα, τα βουνά, οι κάμποι τα ποτάμια, είχαν ονόματα, αλλά το βασίλειο δεν είχε. Απόρησε με τον εαυτό του, που δεν το είχε σκεφτεί αυτό· ήταν σαν να είχε ζωγραφίσει έναν πίνακα και να μην είχε βάλει την τελευταία πινελιά!!!
Κάλεσε τον πιστό του φίλο και αρχηγό της φρουράς του τον ιππότη Αφοσιωμένο και του είπε την Κυριακή το πρωί όλοι οι πολίτες της πρωτεύουσας να μαζευτούν στον μεγάλο κάμπο δίπλα στο ποτάμι για να τους μιλήσει, πράγμα που έγινε την αμέσως .
Ο Γλυκός σκεφτότανε συνέχεια ονόματα και εμβλήματα αλλά κανένα δεν του άρεσε και αφού ειχε φτάσει ήδη Σάββατο βράδυ και δεν είχε βρεί το κατάλληλο όνομα, το συζήτησε με την Βασίλισσα.
— Γλυκέ μου βασιλιά, έλα να ξαπλώσεις και μην τυραννάς το μυαλουδάκι σου· έλα στην αγκαλιά μου κι αύριο θα πεις στον κόσμο να βαφτίσει το βασίλειο και να βρει το έμβλημά του, άλλωστε αυτοί είναι που το ορίζουν.
Ο Γλυκός χαμογέλασε… μα γιατί δεν της το είπε νωρίτερα! Αυτό ήταν το σωστό. Κοιμήθηκε ευχαριστημένος και ικανοποιημένος που μια τόσο σοφή σύντροφος ήταν Βασίλισσα και γυναίκα του και πάνω απ’ όλα μητέρα του παιδιού του.  Με τέτοια μητέρα ήταν σίγουρος ότι ο γιός του θα γινότανε μια μέρα ένας καλός βασιλιάς.
Ξημέρωσε η Κυριακή και ο Βασιλιάς κίνησε με την άμαξα για τον κάμπο. Δίπλα του ο Αφοσιωμένος και η συνοδεία του, 12 ιππότες με λευκά άλογα. Όταν έφτασε στον μακρινό κάμπο, ο ήλιος ήταν ήδη πολύ ψηλά και οι πολίτες γκρίνιαζαν στον βασιλιά γιατί τους είχε σηκώσει Κυριακάτικα, μια μέρα που ξεκουραζόντουσαν από την βδομαδιάτικη εργασία τους. Ο Βασιλιάς τους εξήγησε και τότε οι άνθρωποι άρχισαν να λένε διάφορα ονόματα… Βροχή έπεφταν τα ονόματα και τα εμβλήματα και όσο περνούσε η ώρα ο βασιλιάς απογοητευόταν.
Ο καθένας, ανάλογα με την δουλειά του και τα προβλήματα που τον απασχολούσαν πρότεινε όνομα και έμβλημα: Οι ράφτες πρότειναν το όνομα «Κλωστή» και για έμβλημα μια βελόνα, οι μαραγκοί πρότειναν το όνομα «Πριόνι» και μια βελανιδιά για έμβλημα, ενώ οι αγρότες το όνομα «Λιβάδι» και για έμβλημα ένα αλέτρι… Και τι δεν άκουσε ο βασιλιάς! Άλλοι έλεγαν «Ψωμί», άλλοι «Τυρί»…άλλοι «Σαλάμι», άλλοι «Βούτυρο» και άλλοι «Μαρμελάδα», αλλά το μόνο που κατάφεραν ήταν να ανοίξουν την όρεξη του βασιλιά που από την αμηχανία του περπατούσε με τα χέρια ενωμένα πίσω από την πλάτη του, πάνω κάτω σε μια ευθεία γραμμή, σαν στρατιώτης που φυλάει σκοπιά.
Μάλιστα περπατούσε τόση ώρα που τα βήματα του έκαναν ένα μικρό μονοπάτι στο χώμα. Ο ήλιος θα βυθιζότανε στην θάλασσα σε λίγο και ενώ τα ονόματα ακουγόντουσαν ατέλειωτα, το ένα μετά το άλλο, κανένα δεν άρεσε του βασιλιά.
Ξαφνικά εκεί που περπατούσε πέρα δώθε αισθάνθηκε κάτι να του τραβάει με δύναμη την λαμπερή του πορφυρή κάπα· γύρισε και δεν είδε κανέναν μα μόλις κοίταξε χαμηλά, είδε ένα μικρό κοριτσάκι πανέμορφο με καστανές μπούκλες να του τραβά συνέχεια την κάπα! Έσκυψε και το κοίταξε στα μάτια. Μαγεύτηκε από την ομορφιά του μικρού κοριτσιού που, πάνω κάτω, θα ήταν στην ηλικία του γιού του.
Όμως η μαγεία δεν είχε τελειώσει εδώ. Το κοριτσάκι τον κοίταξε στα μάτια και χωρίς να μιλήσει, χωρίς καν να ανοίξει το στόμα του, η γλυκιά φωνούλα του ακούστηκε μέσα στο μυαλό του βασιλιά! «Κύριε χοντρέ, εσείς είστε ο Βασιλιάς πού λένε όλοι»;’
Ο Γλυκός τα έχασε! Είχε δοκιμάσει την μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής του: ένα κοριτσάκι μια σταλιά, που δεν έβγαζε λέξη από το στόμα του, μιλούσε στο μυαλό του και στην ψυχή του! Και η δεύτερη μεγάλη έκπληξη, ήταν ότι κανείς ποτέ δεν είχε τολμήσει να τον αποκαλέσει χοντρό — παρόλο που ήταν!
Την κοίταξε κάπως αυστηρά· δεν μίλησε ούτε κι αυτός, αλλά της έστειλε τις σκέψεις του. «Ναι εγώ είμαι ο βασιλιάς, και δεν είμαι χοντρός… είμαι απλά εύσωμος».
Το κοριτσάκι άρχισε να γελάει και το φως από το χαμόγελό του φώτισε πιο δυνατά, πιο λαμπρά κι από τον Ήλιο. Και η παράξενη «συζήτηση» συνεχίστηκε μεταξύ τους:
«Ο μπαμπάς μου λέει ότι είστε καλός άνθρωπος κύριε Βασιλιά»
«Εσύ μικρούλα μου το πιστεύεις»;
«Εγώ πιστεύω πάντα τον μπαμπά μου και ό,τι βλέπουν τα μάτια μου».
«Και τι βλέπουν τα μάτια σου τώρα»;
«Βλέπω μια αγνή και καθαρή καρδιά… μια ψυχή που αγαπά όλον τον κόσμο… Μα ναι κύριε χοντρέ, είστε πραγματικά Βασιλιάς».
Ο Γλυκός γονάτισε μπροστά στο κοριτσάκι· είχε βουρκώσει και από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα, όχι βασιλικά δάκρυα, αλλά τα δάκρυα ενός μικρού βοσκού· πάντα ήταν ο μικρός βοσκός, πάντα μόνο τα ρούχα του πρόδιναν ότι ήταν βασιλιάς. Με την άκρη του ματιού του είδε το πλήθος να προσέχει αποσβολωμένο το τεράστιο βασιλιά να έχει γονατίσει μπροστά στο μικρό κοριτσάκι.
«Πώς σε λένε μικρούλα μου; Δεν μιλάς -αν και σε ακούω- κι εσύ ακούς όπως μιλάς, με την ψυχή σου, έτσι δεν είναι»;
«Δεν ακούω ούτε μιλώ όπως όλοι εσείς, αλλά ακούω και μιλώ πολύ καλύτερα από εσάς…Με φωνάζουν Ιακύνθη, το διαβάζω στα χείλη του μπαμπά μου».’
«Κι η μητέρα σου»;
Έχει πάει στον Ήλιο… για να τον προσέχει μου λέει ο μπαμπάς μου, γιατί είναι πολύ σημαντικός και έχει ανάγκη από φροντίδα».
«Ιακύνθη, εσύ πως λες να ονομάσουμε τη χώρα μας»;
«Να βρούμε ένα όνομα που να αρέσει σε όλους… να την πούμε Ηλιοχώρα».
«Ηλιοχώρα…»  μουρμούρισε ο Βσιλιάς.
«Ναι καλέ μου βασιλιά, «Ηλιοχώρα» και με έμβλημα τον ήλιο· τον ήλιο που είναι εκεί ψηλά για όλους μας· τον ήλιο που ζεσταίνει τα κορμιά μας και τις ψυχές μας. Ακόμα και αν είσαι τυφλός τον νοιώθεις να σε ζεσταίνει· ακόμα και αν είσαι κουφός ή άλαλος, εκείνος είναι εκεί·  παιδί ή μεγάλος, νέος ή γέρος, ανάπηρος ή υγιής… ο ήλιος λάμπει για όλα τα πλάσματα, η θερμή του αγκαλιά αγκαλιάζει ότι έχει καρδιά που χτυπά».’
Ο Βασιλιάς ξέσπασε σε κλάματα. Δίπλα του ο Αφοσιωμένος,  δακρυσμένος και αυτός έκανε νόημα στον πατέρα της μικρής να μην πλησιάσει άλλο — δεν ήθελε να δει τον τεράστιο Βασιλιά τους να κλαίει.
Ο Γλυκός σκούπισε τα δάκρυα του και ανακοίνωσε με μεγαλοπρέπεια στο πλήθος:
«Από σήμερα η χώρα μας θα ονομάζεται, «Το βασίλειο  της Ηλιοχώρας» και θα έχει έμβλημά της τον ήλιο. Οι κάτοικοί του θα ονομάζονται, «Ήλιοι», και τα χρώματα μας θα είναι το λευκό και το ασημί».
Δεν είπε τίποτε άλλο…οι Ηλιοχωρίτες ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και επευφημίες…
«Ζήτω ο ήλιος…ζήτω ο βασιλιάς Γλυκός…» Ο Γλυκός φανερά συγκινημένος ανέβηκε μαζί με τον Αφοσιωμένο στην άμαξα, που άρχισε να καλπάζει στον δρόμο της επιστροφής προς το βασιλικό κάστρο, ενώ οι δύο άντρες έκλαιγαν σαν μικρά παιδιά! Αυτό το μικρό κοριτσάκι είχε κάνει κάτι στην ψυχή τους.
«Βασιλιά μου είμαι υπερήφανος που είμαι δίπλα σου».
«Αδερφέ μου Αφοσιωμένε,  είμαι υπερήφανος που είσαι φίλος μου», είπαν και έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
Η άμαξα έφτασε στο κάστρο. Ο βασιλιάς έτρεξε στο βασιλικό δωμάτιο, όπου τον περίμενε η Πηγή και ο Ευγένιος. Η Πηγη άνοιξε την αγκαλιά της και ο μικρός του γιος έτρεξε επάνω του με φόρα, σαν να ήθελε να καβαλήσει ένα ψηλό άλογο.
«Ήρθες επιτέλους αγαπημένε μου», του είπε, και εκείνος την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και, για πρώτη φορά,  άκουσε και την ψυχή της να του λέει τρυφερά: «Ανησύχησα τόσες ώρες, χοντρούλη μου».
«Πατέρα, πού χάθηκες όλη μέρα, πάμε να φάμε». Ο Βασιλιάς κοίταξε και τον γιό του βαθιά στα μάτια κι άκουσε για πρώτη φορά και τη δική του ψυχή να του λέει, «μπαμπάκα μου, μου έλειψες».
Ο Γλυκός αγκάλιασε με όλη τη δύναμη της ψυχής του την οικογένεια του, ενώ τα δάκρυά του, κυλούσαν σαν ποτάμι στα μάγουλά του, και είπε στη γυναίκα του και στο γιο του:
«Αγαπημένοι μου, ξέρετε κάτι; Από απόψε το βράδυ,  θα τρώω μόνο φρούτα. Καιρός να χάσω κάνα κιλό…χα χα χα…».
Γέλασε δυνατά και μαζί του γέλασε όλη η χώρα του. Η τεράστια αγκαλιά του γέμισε με αγάπη…μια αγάπη που την μοίρασε όχι μόνο στην οικογένειά του, αλλά και σε όλο του το βασίλειο.
Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς, ελπίζουμε, καλύτερα.
Μόλις τελείωσα το έβδομο βιβλίο με ιστορίες του Παραμυθά, για τις Εκδόσεις Ψυχογιός.Είπα, λοιπόν, να ανεβάσω ένα από αυτά τα παραμύθια, «Τα σαλιγκάρια», εδώ.Το αφιερώνω σε όλες και όλους – τις παραμυθομεγαλωμένες και τους παραμυθομεγαλωμένους, που τελευταία συναντάω καθημερινά όλο και πιο συχνά και με συγκινούν πολύ.
Καλό βράδυ.

 Τα σαλιγκάρια.
Πριν λίγο καιρό, εκεί που καθόμουνα σ’ ένα βράχο πάνω από τη θάλασσα και την κοίταζα μαγεμένος από την ομορφιά της, είδα από μακριά να έρχεται ένα πολύ ωραίο μεγάλο καράβι με πανιά. «Πω, πω, τί όμορφο που είναι», σκέφτηκα,  «θα πάω να το δω από κοντά», είπα και ξεκίνησα πετώντας. Σε λίγο βρισκόμουν πάνω από το καράβι και το θαύμαζα, αλλά, πράγμα περίεργο, δεν υπήρχε κανείς! Κατέβηκα στο κατάστρωμα κι άρχισα να φωνάζω: «Ε, που είστε; Πού έχετε κρυφτεί;». Καμιά απάντηση. «Καπετάνιε, ε καπετάνιε…», ξαναφώναξα. Και τότε τι βλέπω; Ένα ποντίκι! Ένα μεγάλο ποντίκι να έρχεται τρέχοντας μπροστά μου και να μου λέει με ανθρώπινη φωνή:
«Ορίστε; Τι θέλετε;»
«Τι, ορίστε και τι θέλω, ποντίκι μου;» του λέω εγώ με απορία.
«Δεν με φώναξες πριν λίγο;»
«Δεν φώναξα εσένα, τον καπετάνιο φώναξα».
«Εγώ είμαι ο καπετάνιος», μου απαντάει το ποντίκι.
«Δεν είμαστε καλά», του λέω εγώ. «Κι αν είσαι εσύ ό καπετάνιος, τότε ποιοι και πού είναι οι ναύτες;».
«Περίμενε και θα δεις», μου απάντησε το ποντίκι και φώναξε: «Έ, παιδιά. Ελάτε εδώ να σας δει o κύριος».
Κι αμέσως, άρχισαν να εμφανίζονται μπροστά μου διάφορα σαλιγκάρια!
«Πω, πω!… Τι είναι όλα αυτά τα σαλιγκάρια;»,  ρωτάω το σαλιγκάρι-καπετάνιο.  «Οι ναύτες μου», μου απαντάει. «Εμάς που μας βλέπεις, είμαστε κάποτε άνθρωποι, αλλά ο μάγος της θάλασσας μας έκανε έτσι».
«Α, ο θαλασσομάγος είναι καλός, τον ξέρω πολύ καλά. Αν τον παρακαλέσω,  θα σας ξανακάνει ανθρώπους. Γρήγορα», τους φωνάζω, «πάμε να τον βρού­με. Ξέρω το νησάκι που μένει. Μη σας νοιάζει, θα οδηγήσω εγώ το καράβι. Έλα και εσύ ποντίκι… ε, καπετάνιε ήθελα να πω, έλα κι εσύ για να με βοηθάς στο κουμαντάρισμα του πλοίου».
Έτρεξα στο τιμόνι του καραβιού, ενώ το ποντίκι ήρθε και σκαρφάλωσε πάνω στο τιμόνι, μπροστά μου. Κι έτσι, ξεκινήσαμε για να βρούμε τον θαλασσομάγο.
Ύστερα από ένα σύντομο ταξίδι, είδα από μακριά το νησί του θαλασσομάγου και κράτησα σταθερά το τιμόνι του καραβιού προς τα ‘κει. Πλησιά­σαμε στη στεριά και αφού δέσαμε το καράβι στο μόλο, τούς είπα:  «Εσείς περιμένετε εδώ, κι εγώ θα πάω στον θαλασσομάγο μόνος μου. Κι όταν έρθει η ώρα θα σας φωνάξω».
Το σπίτι του θαλασσομάγου δεν ήταν μακριά από το μικρό λιμάνι του νησιού. Σε λίγο ήμουν εκεί.
«Καλημέρα θαλασσομάγε», του φώναξα, μόλις τον είδα καθισμένο στην βεράντα του σπιτιού του.
«Καλώς τον φίλο μου τον Παραμυθά», είπε εκείνος χαρούμενος και σηκώθηκε από την καρέκλα του για να με προϋπαντήσει. «Πώς από ‘δω Παραμυθά μου»;
«Θέλω να μου κάνεις μια χάρη, θαλασσομάγε μου».
«Πες την κι έγινε», μου απάντησε αμέσως εκείνος»
«Να, θέλω να ξεμαγέψεις κάτι ναύτες που τους έχεις κάνει σαλιγκάρια».
«Α, όχι αυτό. Αποκλείεται», μου λέει ό θαλασσομάγος. «Ζήτα μου ό,τι άλλο θες, αλλά όχι αυτό. Αυτό αποκλείεται γιατί με κορόιδεψαν».
«Δηλαδή, τι σου έκαναν;» τον ρώτησα.
«Άκου και θα καταλάβεις», μου είπε ό θαλασσομάγος και άρχισε αμέσως την ιστορία του: «Μια μέρα, εκεί που καθόμουν και κοιτούσα τη θάλασσα, σηκώθηκε ξαφνικά μια μεγάλη τρικυμία. Εκείνη την ώρα πέρναγε κοντά στην ακτή το καράβι με τους φίλους σου που κινδύνευαν να πνίγουν και μου φώναξαν, βοήθεια. Τους φώναξα κι εγώ ότι θα προσπαθήσω να τους σώσω, κι εκείνοι μου είπαν πως το φορτίο τους ήταν τσουβάλια με καραμέλες και ότι αν τους βοηθούσα θα μου έδιναν τις μισές από τις καραμέλες που κουβαλούσαν. Όταν, όμως, τους έφερα στο λιμάνι χωρίς να πάθουν τίποτα και τούς γύρεψα τις καραμέλες που μου είχαν υποσχεθεί, αυτοί άρχισαν να με κοροϊδεύουν και να μου λένε ότι δεν θα μου δώσουν τίποτα. Τότε κι εγώ θύμωσα πάρα πολύ κι αποφάσισα να τούς τιμωρήσω. Έτσι, πρώτα έκανα τον καπετάνιο ποντίκι, και μετά, όλους τους άλλους τους έκανα σαλιγκάρια. Κατάλαβες τώρα γιατί θύμωσα»;
«Έχεις δίκιο θαλασσομάγε μου», του είπα εγώ. «Όμως είμαι σίγουρος πως τώρα πια έχουν μετανιώσει, και είναι έτοιμοι, μόλις τους πω θα έρθουν εδώ να σου ζητήσουν συγγνώμη και να σου δώσουν αυτό πού σου είχαν υποσχεθεί». «Α, ωραία! Επιτέλους θα φάω καραμέλες…» είπε χαρούμενος σαν μικρό παιδί ο θαλασσομάγος, «τρέχα φέρ’ τους, Παραμυθά».
Έτρεξα γρήγορα στο καράβι και είπα στους σαλίγκαρους, στους μεταμορφωμένους ναύτες ήθελα να πω, τι μου είπε ο θαλασσομάγος. Εκείνοι ενθουσιάστηκαν και μου είπαν ότι είναι έτοιμοι να ζητήσουν συγνώμη και να του δώσουν όλες τις καραμέλες. Έτσι, σε λίγο, ο καπετάνιος και οι ναύτες προχωρώντας ο ένας πίσω από τον άλλον σε μια γραμμή, έφτασαν μπροστά στον θαλασσομάγο.
«Συγνώμη, κύριε θαλασσομάγε», του είπαν όλοι μαζί, «είμαστε έτοιμοι να σου δώσουμε τις καραμέλες που σου υποσχεθήκαμε για να μας σώσεις από την τρικυμία».
«Καλά, σας συγχωρώ», τους είπε εκείνος και τούς ξανάκανε έναν – έναν, όπως ήταν, αρχίζοντας από τον καπετάνιο που ήταν ποντίκι. Κι όταν και το τελευταίο σαλιγκάρι έγινε ναύτης, έτρεξαν όλοι στο καράβι. και έφεραν στον θαλασσομάγο, όχι το μισό αλλά ολόκληρο το φορτίο από καραμέλες πού είχαν. Ε, και μου έδωσαν κι εμένα μια μεγάλη σακούλα με καραμέλες, που μου αρέσουν πάρα πολύ!

Το άτακτο κουνουπάκι!

Κάποτε σ’ένα μαγικό δάσος ζούσαν αρμονικά πολλά και διάφορα ζώα. Από τα πιο μικρά και ήρεμα, μέχρι τα πιο μεγάλα και άγρια. Φυσικά σε ένα μαγικό δάσος τα ζώα έχουν φανταστικές ιδιότητες, όπως να μιλάνε.
Κάπου εκεί στο δάσος σ’ένα όμορφο και ψηλό δέντρο, ζούσε μια κουκουβάγια που φημιζότανε για την εξυπνάδα της και τη σοφία της. Συμβούλευε όλα τα ζώα και έλυνε πολλά προβλήματα.
Κοντά στο δέντρο της κουκουβάγιας, στον πιο μικρό από τους βάλτους ζούσε μια οικογένεια κουνουπιών. Πάντα τα κουνούπια συμβουλεύονταν την κουκουβάγια, γιατί το δάσος, αν και μαγικό έκρυβε πολλούς κινδύνους!
Έτσι μία από αυτές τις μέρες η κουκουβάγια, καλεί όλα τα μικρά κουνουπάκια να κάνουνε ένα κύκλο γύρω από αυτή
- Μικροί μου φίλοι θα σας πω δυο λόγια για το τί πρέπει να προσέχετε. Να αποφεύγετε να πετάτε πάνω από τους μεγάλους βάλτους.
- Και γιατί να γίνεται αυτό; Ρώτησε το μικρότερο κουνουπάκι. Αφού κι εμείς στους βάλτους μένουμε!
- Γιατί μικρό μου κουνουπάκι, οι βάτραχοι που κατοικούν στους βάλτους, είναι επικίνδυνοι για εσάς. Μπορούν καθώς εσείς πετάτε, να σας κάνουν μια μπουκιά!
- Και γιατί να μας φάνε και να μην είμαστε φίλοι;
- Θα σας εξηγήσω αμέσως, είπε η σοφή κουκουβάγια: Μάθετε λοιπόν πως οι βάτραχοι τρέφονται με έντομα, ιδίως με κουνουπάκια. Δεν το κάνουν από κακία αλλά από τη φύση τους φτιάχτηκαν έτσι.
Τα μικρά κουνουπάκια φοβισμένα κοιτούσαν την ευγενική κουκουβάγια τώρα πιο προσεκτικά και αυτή τη φορά, κανένα δεν είπε τίποτα, ούτε το μικρότερο απ’ όλα που ήταν και το πιο άτακτο!
- Λοιπόν, πάτε στα σπίτια σας και να θυμάστε για το καλό σας! Μακριά από τους μεγάλους βάλτους!
Αυτά τους είπε η κουκουβάγια ελπίζοντας να ακούσουν τις συμβουλές της. Παρ’ ολ’ αυτά το πιο μικρό και πιο άτακτο που το έλεγαν Κώνωψ έκανε πάντα το δικό του, χωρίς να ακούει κανέναν. Έτσι μια μέρα εκεί που έκανε ανέμελο βόλτα στο δάσος, πλησιάζοντας προς το μεγάλο βάλτο είδε έξαφνα ένα μεγάλο φίδι να επιτίθεται σε ένα μικρό βατραχάκι! Ο μικρός Κώνωψ τα έχασε μ’ αυτό το θέαμα!
- Τι να κάνω; Είπε από μέσα του. Το καημένο βατραχάκι κινδυνεύει, πρέπει να το σώσω!
Χωρίς να περιμένει λεπτό, πέταξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και βάζοντας όλη του τη δύναμη, τσίμπησε το φίδι! Ταραγμένο εκείνο το έβαλε στα πόδια!
- Σε ευχαριστώ πολύ που με έσωσες φίλε μου. Είσαι πολύ θαρραλέος! Είπε το βατραχάκι. Πώς σε λένε;
- Με λένε Κώνωψ. Έκανα αυτό που έπρεπε, απάντησε το κουνουπάκι!
- Και δε φοβήθηκες για τη ζωή σου;
- Μόλις είδα ότι κινδυνεύεις δε σκέφτηκα τίποτα! Απάντησε με Θάρρος.
Από τότε συνέβη κάτι ασυνήθιστο για το μαγικό δάσος και για όλα τα δάση του κόσμου! Ο μικρός Κώνωψ και το βατραχάκι έγιναν φίλοι!
Όταν το έμαθε αυτό η κουκουβάγια, πέταξε στο ψηλό δέντρο, έφερε ένα τεράστιο βιβλίο και είπε :
- Απ’ ότι βλέπω στο βιβλίο των προγόνων μου, κάτι τέτοιο έχει να συμβεί από την εποχή του προ-προ-προ-προ-προ-προ-προ.. μισό λεπτό να δω .. προ-προ-προ-προπάππου μου! Πού ακούστηκε οι αιώνιοι εχθροί, να είναι φίλοι! Πρόσεχε Κώνωψ μην την πατήσεις κάποια μέρα!
Το κουνουπάκι λίγο σκέφτηκε τα λόγια της κουκουβάγιας και ανέμελο τριγυρνούσε καθημερινά στο δάσος, πετώντας προς τον μεγάλο βάλτο για να συναντήσει τον φίλο του. Κάποια μέρα κουρασμένο όπως ήταν, αφού έψαχνε για ώρες τον φίλο του, έκατσε στην άκρη του βάλτου για να ξεκουραστεί. Ήταν τόσο εξαντλημένο όμως που ξεχάστηκε και ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά του μια οικογένεια βατράχων.
Το είχαν περικυκλώσει κι ενώ ετοιμάζονταν να το κάνουν μια μπουκιά, ακούστηκε από το βάθος ο φίλος του να κοάζει θυμωμένα και ανήσυχα! Την ίδια στιγμή ο Κώνωψ βρήκε την ευκαιρία να πετάξει γρήγορα και να ξεφύγει!
Όταν οι βάτραχοι απομακρύνθηκαν, το μικρό βατραχάκι έκανε νόημα στον Κώνωψ να κατέβει.
- Δεν έχω λόγια για να σε ευχαριστήσω, είπε!
- Δεν χρειάζεται φίλε μου, για αυτό είναι οι φίλοι, είπε χαμογελώντας το βατραχάκι.
Από εκείνη τη μέρα και ύστερα, το μικρο βατραχάκι και το μικρό κουνουπάκι έγιναν δυο αχώριστοι φίλοι και όπου κι αν κοιτούσες, μαζί θα τους έβλεπες!
Έτσι κυλούσαν ευχάριστα οι μέρες στο μαγικό δάσος με παιχνίδια αλλά και με περιπέτειες για τους μικρούς μας φίλους, τις οποίες αντιμετώπιζαν πάντα μαζί!

Η Λιχούδα Αρκουδίτσα.

Ήταν μια φορά και έναν καιρό μια τόσο δα μικρούλα αρκουδίτσα, η μικρότερη σε ηλικία στο χωριό Μιάμ-Μιάμ!  Τρελαινόταν για ολόφρεσκα γλυκά κάθε είδους και φυσικά για λαχταριστό μέλι! Κάθε μέρα  έτρωγε  φρυγανιές με μέλι,  σοκολατένια  γλυκά και γλειφιτζούρια.
Η μαμά αρκούδα της έλεγε συνέχεια: «Καταλαβαίνω  μικρή μου  αρκουδίτσα ότι δεν μπορείς  να αντισταθείς  στα πεντανόστιμα  γλυκά του φούρνου του χωριού μας,  αλλά καλό θα ήταν να τρως  λιγότερα. Δεν κάνει καλό τα παιδιά να τρώνε τόσα πολλά  γιατί χαλάνε τα δόντια  και κάνουν την κοιλίτσα να πονάει. Πρέπει να τρώνε και χορταράκια, φακές , φασολάκια, κρεατάκι!»
Αλλά η μικρή μας αρκουδίτσα δεν άκουγε τη μαμά της και όχι μόνο αγόραζε πολλά γλυκά αλλά δεν τα μοιραζόταν και με τα αδερφάκια της  που της ζητούσαν να φάνε. Οι μέρες περνούσαν και έφτασε η γιορτή του γλυκού που γινόταν κάθε χρόνο στο χωριό Μιάμ-Μιάμ!  Ααα η μικρή μας  τρελαινόταν γι’ αυτή τη γιορτή! Διαρκούσε  τρεις  ημέρες .Εκεί  οι μαμάδες αρκούδες  έφτιαχναν πολύχρωμες  λιχουδιές  και γλειφιντζούρια σε διάφορα σχήματα! Την  Τρίτη μέρα γινόταν ο διαγωνισμός  του καλύτερου γλυκού και στο τέλος τα μικρά αρκουδάκια μπορούσαν  να  φάνε όσα γλυκά ήθελαν!
Η  αρκουδίτσα λοιπόν τις δύο πρώτες μέρες έφαγε πάρα πολλά και έτσι  την τελευταία και καλύτερη μέρα της γιορτής  πόναγε η κοιλιά της.  Μεγάλο κακό την βρήκε αφού πέρασε όλη  την ημέρα στο σπίτι! Στεναχωριόταν πολύ που δεν είχε ακούσει τις συμβουλές της μαμάς της.
Όταν το βράδυ τα αδερφάκια της γύρισαν σπίτι η μικρή αρκουδίτσα τα ρώτησε : «καλά μου αδερφάκια εμένα μου φέρατε λιχουδιές? »
Εκείνα απάντησαν: «όχι δεν σου φέραμε γιατί πονάει η κοιλιά σου  και εμείς όταν σου ζητούσαμε δεν μας έδινες».
Η μαμά και τα αδερφάκια της αποφάσισαν να της δώσουν ένα μάθημα. Δεν θα την άφηναν να φάει λιχουδιές για λίγες μέρες…αχ  παιδιά μου όπως τα ακούτε! Ήταν οι χειρότερες μέρες της ζωής της! Έτσι η αρκουδίτσα  κατάλαβε το λάθος της και ζήτησε συγνώμη. «Μπράβο μικρή μας αδερφούλα, είσαι υπέροχη. Στο μεγάλο ντουλάπι της κουζίνας σε περιμένει μια έκπληξη», είπαν τα αδερφάκια της. Και μια και δυο η αρκουδίτσα τρέχει και  ανοίγει  το δώρο της !
Ήταν ένα πολύχρωμο κουτί γεμάτο κάθε λογής λιχουδιές!!!  Η μικρή  αρκουδίτσα χάρηκε πάρα πολύ.  «Υπόσχομαι να είμαι καλό παιδί, να σε ακούω  μαμά και να τρώω όλα τα φαγητά που μαγειρεύεις», είπε.
Έτσι η λιχούδα αρκουδίτσα μας από τότε απολάμβανε τα αγαπημένα της γλυκά μία φορά την εβδομάδα και δεν την ξαναπόνεσε ποτέ η κοιλίτσα της..γι αυτό κ εσάς αν σας αρέσουν τόσο πολύ τα γλυκά σκεφτείτε το πριν τα φάτε όλα και περάσετε την ίδια στεναχώρια με την αρκουδίτσα..καλύτερα μοιραστείτε τα με τους φίλους σας και τα πρόσωπα που αγαπάτε!

Οι παιχνιδιάρικες μπούκλες της Άννας.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι, η Αννούλα. Ήταν ψηλή, λεπτή με μάτια γαλανά και ολόχρυσες πυκνές μπούκλες. Όμως αυτές οι μπούκλες δεν είχαν μόνο αυτά τα χαρακτηριστικά, αλλά και μαγικές ιδιότητες…. κάθε φορά που φυσούσε ο άνεμος αυτές ταλαντεύονταν περίτεχνα και χόρευαν ξέφρενα, διασκεδάζοντας όποιον τύχαινε να δει το θέαμα αυτό και προκαλώντας όμως παράλληλα τα αρνητικά σχόλια των συμμαθητών της.
Η Αννούλα κάθε άλλο παρά χαιρόταν γι’ αυτές τις άτακτες και ευτυχισμένες κατοίκους του κεφαλιού της. Ευχόταν να είχε ίσια μαλλιά, όχι τόσο πυκνά και μαύρα, ώσπου αποφάσισε τελικά να τις ξεφορτωθεί μια για πάντα. Ήθελε να κουρέψει τα μαλλιά της τόσο κοντά όσο ενός αγοριού! Όμως κάτι περίεργο συνέβη την ημέρα που βρέθηκε στο κομμωτήριο… την ώρα που το ψαλίδι της κομμώτριας πλησίαζε απειλητικά τα κατάξανθα μαλλάκια της γλυκιάς Αννούλας, μια τρεμάμενη και σιγανή φωνούλα ακούστηκε από το πουθενά «Σε παρακαλώ μη μας κόψεις» κάνοντας την Άννα να ξαφνιαστεί.
Το κοριτσάκι κοιτούσε από ‘δω και από ‘κει αλλά δεν έβλεπε κανέναν! Η φωνούλα ξανακούστηκε: «Σε παρακαλούμε, εμείς είμαστε εδώ για να σε κάνουμε όμορφη αλλά και να σκορπίζουμε χαρά σε εσένα και τους γύρω σου γι’ αυτό χορεύαμε κάθε φορά που φυσούσε ο άνεμος, για να μας δώσεις σημασία!! Αλλά εσύ τίποτα!!! Σε παρακαλούμε  μην μας κόψεις, θα γίνουμε οι καλύτερες φίλες!» Η Άννα λοιπόν γύρισε στο σπίτι και αναρωτιόταν τι ήταν αυτό που της συνέβη εκείνη την ημέρα… Μια φορά που περπατούσε στο δρόμο και ο άνεμος φυσούσε μανιασμένα, οι μπούκλες της  άρχισαν να γελάνε δυνατά και να αλλάζουν χίλια χρώματα.
Η Άννα τότε τις ρώτησε: «Γιατί το κάνετε αυτό? Οι συμμαθητές μου με κοροϊδεύουν! Ν τρέπομαι να πάω στο σχολείο… Δε θέλω να το ξανακάνετε.» Όμως περνούσαν οι μέρες και οι μπούκλες δεν έλεγαν να βάλουν μυαλό. Μια μέρα λοιπόν που η Άννα καθόταν λυπημένη στο ζεστό της δωμάτιο, άρπαξε το ψαλίδι θέλοντας να βάλει τέλος στο μαρτύριό της, ώσπου ξάφνου εμφανίστηκε μπροστά της ένα τόσο δα μικρούλι πλασματάκι… ήταν η νεραιδούλα Kiddy, προστάτιδα των μικρών παιδιών, με το μακρύ κουφετί φόρεμά της που άλλαζε χίλια χρώματα καθώς έπεφταν πάνω οι ζεστές,  χρυσές  ακτίνες του ήλιου! Είχε λιγνά ποδαράκια που τα στόλιζαν κάτι μικροσκοπικά χρυσά σανδάλια, γεμάτα από πολύτιμα, μαγικά πετράδια, μεγάλα σμαραγδένια σπινθηροβόλα μάτια και μαλλάκια μακριά, λαμπερά, ίσια και μαύρα σαν αυτά που ονειρευόταν να έχει η Αννούλα.
Την ρώτησε γιατί ήταν λυπημένη και η Αννούλα της απάντησε: δεν αντέχω άλλο με αυτά τα μαλλιά..με κοροιδεύουν οι συμμαθητές μου και γελάνε! Θα ήθελα να είχα σαν τα δικά σου που χτενίζονται εύκολα και είναι φρόνιμα. «Ωραία λοιπόν»: είπε η νεραιδούλα, «μπορώ να κάνω ένα μαγικό με το μαγικό μου ραβδάκι και τα μαλλιά σου να γίνουν όπως τα δικά μου, αλλά πρόσεξε..ποτέ δεν θα μπορέσουν να γίνουν όπως πριν». Και χωρίς δεύτερη σκέψη η Αννούλα συμφωνεί με τη νεράιδα και δίχως να το καταλάβει τα μαλλιά της έγιναν σαν της νεράιδας.
Έπειτα ακούστηκε ένας κρότος: «τσαφ» και η Κίντυ έγινε καπνός αφήνοντας πίσω της μια λάμψη. Η Αννούλα ήταν πολύ χαρούμενη για το νέο της απόκτημα. Την επόμενη μέρα πήγε στο σχολείο ελπίζοντας ότι δεν θα ξανάκουγε τα κοροιδευτικά σχόλια των συμμαθητών της. Όμως κάτι περίεργο συνέβη! Όλοι ήταν δυσαρεστημένοι και λυπημένοι κοιτάζοντας την..η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και γεμάτη λύπη.
Δεν ήταν η Αννούλα που ήξεραν. Τότε άρχισαν να της τραβάνε τα μαλλιά νομίζοντας ότι είναι ψεύτικα,με την ελπίδα ότι κάτω από αυτά  κρύβονταν οι μπούκλες που ήξεραν! Όμως μάταια.. η Αννούλα πονούσε και τους φώναζε να σταματήσουν. Ξάφνου μια λάμψη θάμπωσε τα παιδιά στην αίθουσα και εμφανίστηκε η γλυκιά λιλιπούτεια νεράιδα . Είπε στα παιδιά τι είχε συμβεί  το προηγούμενο βράδυ που είχε συναντήσει τη μικρή Άννα. Τα παιδιά ένιωσαν πολύ άσχημα που τόσο καιρό στεναχωρούσαν τόσο πολύ τη συμμαθήτρια τους και μετανιωμένα της ζήτησαν συγνώμη .
Η καλή νεράιδα τους είπε ότι πρέπει να δεχόμαστε τους άλλους ανθρώπους όπως είναι με όποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό και αν έχουν..ακόμη και μπούκλες ατίθασες που χορεύουν και γελούν στο κάλεσμα του ανέμου! Ακόμη τους είπε ότι κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός και δεν θα πρέπει  να εύχεται να είναι διαφορετικός και όλοι να ζουν αγαπημένοι παρά τη διαφορετικότητα τους. Γιατί η αγάπη λύνει όλα τα προβλήματα και τις διαφορές. Και ως δείγμα αγάπης η Κίντυ έδωσε πίσω στην Άννα τα ολόχρυσα σγουρά μαλλάκια της και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα..
ΑΝ ποτέ συναντήσετε τη μικρή Άννα στο δρόμο χαιδέψτε απαλά τις μπούκλες της και φυσήξτε τες με αγάπη.. στο λεπτό θα αρχίσουν το μαγικό χορό τους..

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

Ε'. ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ!!!

ΜΟΛΙΣ σίμωσαν στο παλάτι, και άκουσαν φωνές θυμωμένες και παραπονιάρικα κλάματα.
- Αυτή μου έσχισε την τραχηλιά μου! ξεφώνιζε η Ζήλιω.
- Θα σου σχίσω και το πρόσωπο! αποκρίνουνταν η Πικρόχολη.
- Τα συνηθισμένα πάλι! είπε με λύπη το Βασιλόπουλο.
Και τα δυο αδέλφια έτρεξαν στο παλάτι, όπου όλο και δυνατότερες ακούουνταν οι στριγλιές.
Μέσα στην κάμαρα το θέαμα ήταν σπαραξικάρδιο. Οι δυο αδελφές, ξετραχηλωμένες και αγριεμένες, βαστιούνταν από τα μαλλιά και χτυπιούνταν με λύσσα. Ο Βασιλιάς, με το κεφάλι ριχμένο πίσω, για να βλέπει από κάτω από την κορώνα του, που του είχε πέσει ως τη μύτη, γύρευε να τις ξεχωρίσει, ενώ η μια παρακόρη, ξανθή και πλαδαρή, με όλη την ταραχή, κοιμούνταν ξαπλωμένη στα λιωμένα μαξιλάρια του σοφά, και η άλλη, στεγνή και μελαχρινή, πάνω στη γενική αταξία, κατέβαζε μια μελόπιτα σερβιρισμένη για το Βασιλιά.
Καθισμένη χάμω, η Βασίλισσα καταγίνουνταν να στολίζει το κέντημα της φούστας της με τα γυαλάκια μιας σπασμένης μποτίλιας, χωρίς να προσέχει στο κακό που γίνουνταν γύρω της. Και πλάγι στην πόρτα, ο αρχικαγκελάριος με δυο υπασπιστές, που βαστούσε ο καθένας από ένα σκεπασμένο πανέρι, περίμεναν υπομονετικά να τελειώσει ο καβγάς, για να μιλήσουν του Βασιλιά.
Η Ειρηνούλα ρίχθηκε μεταξύ στις αδελφές της.
- Παύσετε για το Θεό! παρακάλεσε. Είναι ντροπή αυτά που κάνετε. Οι φωνές σας ακούονται ως έξω!
Οι Βασιλοπούλες σταμάτησαν σαστισμένες, και η μια άφησε τα μαλλιά της άλλης.
- Πού βρέθηκες εσύ, μικρούλα; ρώτησαν οι δυο μαζί.
Ο Βασιλιάς σήκωσε την κορώνα από τη μύτη του και χαμογέλασε της Ειρηνούλας.
- Καλώς την! είπε ημερεμένος. Ήσουν περίπατο; Δε σε είδαμε σήμερα.
Η Βασίλισσα, απασχολημένη με τα γυαλάκια της, μήτε γύρισε να δει.
- Μαζί μου ήταν, είπε το Βασιλόπουλο. Και θέλω να σου μιλήσω αμέσως, πατέρα.
- Μπα; Και συ εδώ είσαι; Πού γυρνούσες; ρώτησε ο Βασιλιάς.
- Σε πολλά μέρη, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Κι έμαθα κάμποσα πράγματα που πρέπει να τα ξέρεις.
- Αν είναι διασκεδαστικά, πες τα αμέσως, ειδεμή άστα για αργότερα. Βαριούμαι σκοτούρες.
Και κάθησε στην πολυθρόνα και σκούπισε το μέτωπο του με το μανίκι του ποκαμίσου του, που έβγαινε από το ξέσχισμα του ρούχου του.
- Όχι, πατέρα, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Διασκεδαστικά δεν είναι. Μα πρέπει να τ' ακούσεις.
Με το χέρι τον παραμέρισε ο Βασιλιάς.
- Ύστερα μου τα λες, είπε. Τώρα έλα συ, Πανουργάκο, και πες μου τι θέλουν αυτοί οι δυο πανεροφορτωμένοι.
Ο αρχικαγκελάριος ζύγωσε και υποκλίθηκε.
- Είναι οι δυο υπασπιστές που είχα στείλει την περασμένη εβδομάδα στα γειτονικά βασίλεια, εξήγησε. Γύρισαν επιτέλους, κι έφεραν τις απαντήσεις των Αρχόντων συγγενών σου.
- Ας σιμώσουν, πρόσταξε ο Βασιλιάς.
- Πολύδωρε! φώναξε ο αρχικαγκελάριος.
Ο πρώτος υπασπιστής ακούμπησε το πανέρι του χάμω και γονάτισε μπροστά στον Άρχοντα.
- Αφέντη, είπε, πήγα στο παλάτι του Άρχοντα εξαδέλφου σου και του είπα όσα μου είχε προστάξει η Εξοχότητά του, ο κυρ-αρχικαγκελάριος. Από τις πρώτες λέξεις που είπα, μ' έβρισε και με φοβέρισε πως θα με κρεμάσει και θα με δώσει στα σκυλιά του να με φάνε. Ύστερα με ξαναφώναξε και με ρώτησε πολλά πράματα για το παλάτι και για σένα. Στο τέλος μου είπε να πάρω αυτό το πανέρι και να σου το φέρω, μα πως ήταν το τελευταίο δώρο που σου έστελνε, γιατί, λέει, χτίζει καράβια και αγοράζει, λέει, σπαθιά, και δεν έχει φλουριά περισσευούμενα να στέλνει έξω από τον τόπο.
Ο Βασιλιάς άναψε, στενοχωρέθηκε, φρένιασε.
- Τον αυθάδη! ξεφώνισε φοβερίζοντας με το γρόθο του τον απόντα συγγενή του. Χτίζει, λέει, καράβια και αγοράζει, λέει, σπαθιά! Ας τολμήσει να το ξαναπεί, και ρίχνω μέσα στο βασίλειο του εκατό χιλιάδες στρατό, και κατεβάζω από το ποτάμι όλο το θεόρατο στόλο μου, έτσι που να τα χάσει από την τρομάρα του...
Κι έξαφνα αλλάζοντας τόνο:
- Ξεσκέπασε το πανέρι, Πανουργάκο, εξακολούθησε, κοίταξε αν έχει μέσα κανένα καλό φαγάκι. Άνοιξε η όρεξη μου μιλώντας για δουλειές, και το λαρύγγι μου στέγνωσε.
Ο Πανουργάκος ξήλωσε τις κλωστές που βαστούσαν το σκέπασμα του πανεριού, το άνοιξε και το πρόσφερε του Βασιλιά, και αυτός με μεγάλη βία παραμέρισε μερικά άχυρα και ξεσκέπασε ένα μικρό καλαθάκι αυγά.
- Τί είναι αυτά! ξεφώνισε φουρκισμένος.
- Αυγά, Αφέντη, αποκρίθηκε με σεβασμό ο αρχικαγκελάριος.
- Το βλέπω, βλάκα! Δε σε ρωτώ πώς τα λένε!... Άδειασε τ' άχυρα και κοίταξε παρακάτω. Θα έχει και άλλα πράματα, κανένα θησαυρό κρυμμένο...
Ο αρχικαγκελάριος έβγαλε το καλαθάκι, το ακούμπησε πλάγι του και με προσοχή σκάλισε στ' άχυρα.
Μα δε βρήκε τίποτα.
- Πρέπει να είσαι ζεβζέκης! είπε νευρικά ο Βασιλιάς. Είμαι βέβαιος πως εγώ θα βρω το θησαυρό.
Και γονατίζοντας πλάγι στο πανέρι, χώθηκε ο μισός μέσα.
Ωστόσο η μελαχρινή παρακόρη, βλέποντας την προσοχή ολωνών γυρισμένη στο δώρο του εξαδέλφου Βασιλιά, σίμωσε με πονηριά και, αρπάζοντας μερικά αυγά, τα έκρυψε στην τσέπη της.
Το Βασιλόπουλο, που στέκουνταν παράμερα με σταυρωμένα χέρια, την είδε, μα δε μίλησε. Με αηδία κοίταζε όλη τη σκηνή.
Τίποτε άλλο δε βρέθηκε στο πανέρι, και ο Βασιλιάς, ξανακάθησε στην πολυθρόνα κατσουφιασμένος και κακιωμένος.
- Έλα δω και συ, είπε του δευτέρου υπασπιστή. Πες μου τι έκανες στο παλάτι του σεβαστού Άρχοντα θείου μου.
Ο υπασπιστής Πολύκαρπος πλησίασε με το πανέρι του, και σαν τον Πολύδωρο γονάτισε μπροστά στο Βασιλιά.
- Αφέντη, όταν άκουσε ο Άρχοντας θείος σου όσα μου παρήγγειλε ο Εξοχώτατος κυρ-αρχικαγκελάριος χαμογέλασε, και μου είπε να περιμένω απ' έξω, ώσπου να συλλογιστεί με τον καραγκιόζη του, που είναι, λέει, ο καλύτερος του σύμβουλος, τι μπορεί να σου στείλει, για να σε ωφελήσει περισσότερο. Ύστερα με φώναξε και μου έδωσε τούτο το κλειστό πανέρι, κι ένα γράμμα που σου έφερα.
- Δώσ' το, είπε μ' ευχαρίστηση ο Βασιλιάς. Αυτός τουλάχιστον έχει βασιλικούς τρόπους!
Πήρε το γράμμα, το άνοιξε, στερέωσε τα γυαλιά του στη μύτη του, και άρχισε να διαβάζει:
«Πολυτρανότατε Βασιλιά και ανεψιέ.
Με χαρά μεγάλη έμαθα τα νέα σου, και πως δεν πάνε τα πράματα πρίμα στο βασίλειο σου. Κι έτσι μου παρουσιάζεται και μένα η περίσταση να σου φανώ χρήσιμος και να σου στείλω ένα δώρο. Σκέφθηκα πως αν σου στείλω φλουριά, θα τα ξοδιάσεις και θα τελειώσουν. Αν σου στείλω φαγιά, ψημένα ή άψητα, θα φαγωθούν και πάλι θα τελειώσουν. Αν σου στείλω φορέματα, θα λιώσουν. Λοιπόν σου στέλνω ένα δώρο που θα σου μείνει πάντα, δώρο ανάλογο με την αξία σου, πολυτρανότατε Βασιλιά και ανεψιέ, δώρο τέτοιο που, μόλις το δεις, θα νιώσεις πόσο μεγάλη υπόληψη έχω για σένα, και θα καταλάβεις τι σημασία έχει η ύπαρξη σου στον κόσμο.
Ο Άρχοντας θείος σου»
- Να! Να άνθρωπος! φώναξε ενθουσιασμένα ο Βασιλιάς. Να γράμμα μ' ευγένεια και σύνεση γραμμένο! Ανάλογο, λέει, της αξίας μου, τ' ακούτε σεις όλοι; Τι στέκεσαι λοιπόν, Πανουργάκο, κουτεντέ; Γιατί δεν ανοίγεις το πανέρι;
Ο Πανουργάκος έκοψε τους σπάγγους και ξεσκέπασε ένα δέμα τυλιγμένο σ' ένα μεταξωτό κόκκινο μαντίλι, υφασμένο με σχέδια χρυσά και ασημένια.
Το κόκκινο χρώμα χτύπησε στο μάτι της Βασίλισσας, που ως εκείνη την ώρα είχε μείνει αδιάφορη σε όλα.
Σηκώθηκε βιαστικά, παρατώντας τα γυαλάκια της, κι έτρεξε στο Βασιλιά.
- Αχ, τι ωραίο! Τι φανταχτερό! είπε. Πάρε συ το δώρο, Βασιλιά μου, και δωσ' μου το μαντίλι να το κάνω σκουφί.
- Να το πάρεις, Κυρά μου, αποκρίθηκε χαρούμενος ο Βασιλιάς. Ό,τι θες σου δίνω τώρα! Πανουργάκο, βάλε το δέμα στο τραπέζι. Θέλω μόνος μου να το ανοίξω.
Στερέωσε καλά την κορώνα στο κεφάλι του, τυλίχθηκε με αξιοπρέπεια στον ξεθωριασμένο μανδύα του και σίμωσε στο τραπέζι.
Με μεγάλη προσοχή έλυσε τους κόμπους του μαντιλιού. Μια περγαμηνή σκέπαζε το δώρο, και ο Βασιλιάς διάβασε βροντόφωνα τα λόγια που ήταν γραμμένα με χρυσά γράμματα:
«Αν καταλάβεις τι σημαίνω, θα ωφεληθείς».
- Προσοχή! είπε ο Βασιλιάς. Βλέπετε όλοι πως υπάρχει μυστική έννοια κλεισμένη εδώ μέσα. Σε μένα έλαχε η δόξα να τη βρω. Παραμερίσετε!
Και με μεγαλόπρεπη κίνηση σήκωσε την περγαμηνή και ξεσκέπασε ένα γαϊδουρίσιο κεφάλι με μια τενεκεδένια κορώνα ανάμεσα στα ορτσωμένα του αυτιά!
Γενικό γέλιο ξέσπασε γύρω στο τραπέζι. Μόνος ο Βασιλιάς έμεινε άφωνος, με στόμα ανοιχτό και μάτια γουρλωμένα, ενώ η Βασίλισσα αρπάζοντας το μεταξωτό μαντίλι, έτρεχε στον καθρέφτη και το τύλιγε στα μαλλιά της.
Το Βασιλόπουλο είχε πλησιάσει, και κατάχλωμο κοίταζε μια τον πατέρα του και μια το γαϊδουρίσιο κεφάλι. Έξαφνα, κρύβοντας το πρόσωπο του στα χέρια του, ακούμπησε στο πεζούλι του παραθύρου και ξέσπασε στα κλάματα.
Ανάμεσα στα γέλια των άλλων, ο Βασιλιάς άκουσε το αναφιλητό του γιου του. Κοίταξε γύρω με πρόσωπο αλλαγμένο.
- Ποιος κλαίει; ρώτησε.
Το μάτι του έπεσε στο αγορίστικο κορμί, ακουμπισμένο στο παράθυρο, και με κλονούμενα βήματα προχώρησε ως εκεί και ακούμπησε βαριά το χέρι του στον ώμο του παιδιού του.
- Εσύ, είπε, είσαι ευγενικός! Εσύ αισθάνθηκες την προσβολή που έκαναν του πατέρα σου. Ευλογημένος να είσαι!
Και για πρώτη φορά στη ζωή του, ο γερο-Βασιλιάς τράβηξε το γιο του στην αγκαλιά του και τον φίλησε σφιχτά.
Αφού πέρασε η πρώτη συγκίνηση και σκούπισε τα μάτια του και φύσηξε τη μύτη του, ο Βασιλιάς γύρισε στο τραπέζι και φώναξε το γιο του.
- Έλα, παιδί μου, είπε. Στό μέλλον, μαζί μου θα κυβερνάς. Εσύ θα με βοηθήσεις να ξεπλύνω την προσβολή...
Το μάτι του έπεσε στο γαϊδουρίσιο κεφάλι.
- Βγάλτε το! Βγάλτε το από δω! φώναξε σκεπάζοντας τα μάτια του.


Ο αρχικαγκελάριος όρμησε να το πάρει. Μα το Βασιλόπουλο άπλωσε το χέρι και τον σταμάτησε.
- Όχι! είπε. Πατέρα μου και Βασιλιά μου, άλλαξε τη διαταγή σου και άφησε με, απεναντίας, να το βάλω εκεί που θα το βλέπομε όλοι, κάθε μέρα και κάθε ώρα, ώσπου να ξεπλυθεί η ντροπή μας.
- Παιδί μου, τι λες! μούγκρισε ο Βασιλιάς.
- Σε πειράζει, πατέρα, γιατί δεν είμαστε άξιοι τώρα να επιστρέψομε το δώρο στο δωρητή. Αν το καταστρέψομε όμως, θα το ξεχάσομε. Και δεν πρέπει να το ξεχάσομε. Ας μείνει εδώ.
Και πήρε το γαϊδουρίσιο κεφάλι και το κρέμασε σ' ένα ξεγυαλισμένο χρυσό κρεμαστάρι, πάνω από μια κουτσή χρυσή κονσόλα, το πιο σφανταχτερό έπιπλο σε όλο το δωμάτιο.
- Και τώρα, κυρ-Πανουργάκο, είπε το Βασιλόπουλο, γυρνώντας στον αρχικαγκελάριο, έχομε μια δουλειά να κανονίσομε μαζί.
Ο αρχικαγκελάριος χλώμιασε.
- Αφέντη, είπε με ανησυχία, χαιρετώντας το Βασιλιά ως κάτω. Δε νομίζεις πως τις δουλειές του Κράτους είναι καλύτερα να τις φροντίζομε συ κι εγώ, χωρίς τη βοήθεια της Αφεντιάς του, του Βασιλόπουλου; Είναι τόσο νέος ακόμα ο γιός σου, και δεν έμαθε από τέτοια...
Ο Βασιλιάς δίστασε και κοίταξε το γιο του.
- Βασιλιά μου και πατέρα μου, είπε το Βασιλόπουλο, αν το εγκρίνεις, θα φύγω. Μα πριν φύγω, ρώτησε τον άνθρωπο αυτό, τι έκανε τη χρυσή αλυσίδα που του εμπιστεύθηκες για σημείο του αξιώματος του;
- Την πούλησε, αποκρίθηκε ο Βασιλιάς, για να μας δώσει να φάμε.
- Δεν την πούλησε, πατέρα, και αν πας στο σπίτι του δικαστή Λαγόκαρδου, που είναι συνένοχος του, θα τη βρεις εκεί...
Δεν πρόφθασε να τελειώσει τη φράση του.
Μ' έναν πήδο ο αρχικαγκελάριος βρέθηκε έξω από το παράθυρο και χάθηκε στο σκοτάδι.
Πήδηξε το Βασιλόπουλο πίσω του και τον πήρε στο κυνηγητό στα σκοτεινά, ανάμεσα στις πέτρες και στους βράχους.
- Κουτρουβαλιστά κατέβαινε ο Πανουργάκος το βουνό προς τη χώρα, μα ήταν αμάθητος στο τρέξιμο, και το Βασιλόπουλο πίσω του ολοένα κέρδιζε δρόμο.
Άπλωνε το χέρι πια να τον πιάσει, όταν, έξαφνα, χάνοντας τα μυαλά του, ο αρχικαγκελάριος, για να του ξεφύγει, γύρισε κατά τον γκρεμνό, παραπάτησε, και γκρεμίστηκε στο βάραθρο όπου έσπασε τα κόκαλα του.
Σαν ξανανέβηκε στο παλάτι, το Βασιλόπουλο βρήκε το Βασιλιά με την Ειρηνούλα και τους δυο υπασπιστές, που στέκουνταν στην πόρτα του πύργου και τον φώναζαν ανήσυχα.
- Πάμε να κοιμηθούμε, παιδί μου, είπε ο Βασιλιάς. Είναι αργά και με πονεί το κεφάλι...
- Πήγαινε συ να κοιμηθείς, πατέρα, εγώ δεν μπορώ, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο λαχανιασμένο. Δώσ' μου μόνο τους δυο σου υπασπιστές. Ο Πανουργάκος έπεσε στον γκρεμνό και πρέπει να πάγω αμέσως στο σπίτι του Λαγόκαρδου, μήπως βρω τη χρυσή αλυσίδα. Έκανα μεγάλη ανοησία να μην την πάρω αμέσως, σαν ήμουν στο σπίτι του και τον βαστούσα! Τώρα έχομε ανάγκη από φλουριά, πολλά φλουριά. Και δεν έχομε τίποτα.
- Τι τα θες τώρα τα φλουριά, γιε μου! είπε βαριεστημένος ο Βασιλιάς. Δε βλέπεις την κούραση που έχομε...
- Μην ξεχνάς το δώρο του θείου Βασιλιά, πατέρα, είπε σοβαρά το Βασιλόπουλο.
Και ο Βασιλιάς έσκυψε το κεφάλι και δεν εναντιώθηκε πια.
Το Βασιλόπουλο πήρε τους δυο υπασπιστές κι έτρεξε στη χώρα, στο σπίτι του κυρ-Λαγόκαρδου.
Κανένα παράθυρο δεν ήταν φωτισμένο.
Χτύπησαν την πόρτα, μα δεν αποκρίθηκαν από μέσα. Χτύπησαν δεύτερη φορά, πάλι δεν αποκρίθηκαν.
- Σπάσετε την πόρτα, πρόσταξε το Βασιλόπουλο.
Και οι τρεις άντρες μαζί, βάζοντας τα δυνατά τους, με κόπο κατάφεραν να τη ρίξουν κάτω.
Το σπίτι ήταν κατασκότεινο. Μόνο στο μαγειριό μερικά ξύλα αποκαίουνταν, και δυο τρεις τσίροι καρβουνιάζουνταν ανάμεσα στις στάχτες.
Το Βασιλόπουλο άναψε δαδί και με τους συντρόφους του γύρισε σε όλο το σπίτι. Μα δε βρήκε κανένα.
Στο τραπέζι, πλάγι σε μια μποτίλια μαστίχα, είδε διπλωμένο ένα χαρτί. Το άνοιξε, μα δεν ήξερε να διαβάσει, ώστε το ξαναδίπλωσε και το έβαλε στην τσέπη.
Σκάλισε παντού, μα όλα τα συρτάρια ήταν άδεια, δε βρήκε τίποτα. Βγήκε τότε με τους υπασπιστές και γύρισε στο παλάτι.
Όλοι κοιμούνταν. Μόνο η Ειρηνούλα τον περίμενε ακόμα.
- Γιατί δεν πλάγιασες και συ; τη ρώτησε ο αδελφός της με αγάπη.
Η Ειρηνούλα χαμογέλασε.
- Σε περίμενα, αδελφέ μου, και ωστόσο ξέρεις τι έκανα; Έραψα το μανδύα του πατέρα και τα ρούχα του που ήταν κουρελιασμένα, και διόρθωσα την τρυπημένη φούστα της Πικρόχολης και της Ζήλιως την τραχηλιά, που στάθηκε αιτία του σημερινού καβγά.
Το Βασιλόπουλο τη φίλησε.
- Άρχισες, βλέπω, να βάζεις σε πράξη τις συμβουλές της Γνώσης, είπε. Μα πες μου, έφαγες τίποτα;
Η Ειρηνούλα έβγαλε από την τσέπη της ένα κομμάτι ψωμί και του το έδωσε μελαγχολικά.
- Δε βρήκα τίποτε άλλο! Κι εγώ μ' ένα τέτοιο κομμάτι δείπνησα. Σου φύλαξα το μισό.
- Μα είχε αυγά, τα περίφημα αυγά του εξαδέλφου Βασιλιά. Δε σου έδωσαν;
Η Ειρηνούλα κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
- Τ' αυγά ήταν λίγα, αποκρίθηκε, και οι αδελφές μας έχουν καλή όρεξη... Έπειτα πεινούσε και ο πατέρας...
- Κατάλαβα, είπε το Βασιλόπουλο. Όλοι έφαγαν εκτός από σένα.
Τ' αδέλφια φιλήθηκαν και πήγε ο καθένας στο δωμάτιο του. Κοιμήθηκαν αμέσως, και στη γλύκα του ύπνου ξέχασαν για λίγες ώρες τις δυσκολίες και τις πίκρες της ζωής.


ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ (Πηνελόπη Στεφάνου Δέλτα).